- ευρυάλως
- εὐρυάλως, -ωος, ὁ, ἡ (Α)ο ευρύαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + άλως, η «αλώνι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευρύαλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα από το Άργος. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν ένας από τους επιγόνους των Επτά επί Θήβαις. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. 3. Ένας από τους γιους του Οδυσσέα από την Ευίπη … Dictionary of Greek